συναρμολογέομαι: Difference between revisions
(6) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναρμολογέομαι:''' Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συναρμολογέομαι:''' Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναρμολογέομαι:''' [[быть слаженным]], [[соразмерным]] (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Pass. to be fitted or framed [[together]], NTest. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 3 March 2024
Greek Monotonic
συναρμολογέομαι: Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συναρμολογέομαι: быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).
Middle Liddell
Pass. to be fitted or framed together, NTest.