ποτιδέγμενος: Difference between revisions

(4)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potidegmenos
|Transliteration C=potidegmenos
|Beta Code=potide/gmenos
|Beta Code=potide/gmenos
|Definition=ποτιδέχνυσο, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[προσδέχομαι]].</span>
|Definition=ποτιδέχνυσο, v. [[προσδέχομαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[προσδέχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτῐδέγμενος:''' эп.-дор. part. к [[προσδέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτῐδέγμενος''': Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε [[προσδέχομαι]].
|lstext='''ποτῐδέγμενος''': Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε [[προσδέχομαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[προσδέχομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτῐδέγμενος:''' Δωρ. μτχ. του [[προσδέχομαι]], επίσης σε Όμηρ.
|lsmtext='''ποτῐδέγμενος:''' Δωρ. μτχ. του [[προσδέχομαι]], επίσης σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτῐδέγμενος:''' эп.-дор. part. к [[προσδέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 3 October 2022

English (LSJ)

ποτιδέχνυσο, v. προσδέχομαι.

French (Bailly abrégé)

v. προσδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐδέγμενος: эп.-дор. part. к προσδέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποτῐδέγμενος: Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε προσδέχομαι.

English (Autenrieth)

see προσδέχομαι.

Greek Monotonic

ποτῐδέγμενος: Δωρ. μτχ. του προσδέχομαι, επίσης σε Όμηρ.