ζωικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζωικός]], -ή, -όν) [[ζώον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώα («ζωικό [[βασίλειο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή παράγεται από τα ζώα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζωικός]] [[άνθρακας]]» — ο [[άνθρακας]] που λαμβάνεται από τα οστά τών ζώων<br />β) «ζωική [[κόλλα]]» — κολλητική [[ουσία]] που εξάγεται από το [[δέρμα]], τους τένοντες ή τα οστά τών ζώων<br />γ) «ζωικό [[λίπος]]» — το [[λίπος]] που λαμβάνεται από τα ζώα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το φυτικό [[λίπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πραγματεύεται [[περί]] ζώων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ζωϊκῶν» — [[τίτλος]] χαμένου έργου του Αριστοτέλη.———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζωϊκός]], -ή, -όν) [[ζωή]]<br />αυτός που ενέχει ζωή, αυτός που ανήκει στον λεγόμενο ενόργανο ή οργανικό κόσμο, [[έμβιος]], [[ζωτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει τις ιδιότητες, τις εκδηλώσεις της ζωής, [[ζωντανός]] (α. «ζωϊκή [[ψυχή]]», Πορφ.<br />β. «ζωϊκὸν [[σῶμα]]», Πορφ.).
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζωικός]], -ή, -όν) [[ζώον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώα («ζωικό [[βασίλειο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή παράγεται από τα ζώα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζωικός]] [[άνθρακας]]» — ο [[άνθρακας]] που λαμβάνεται από τα οστά τών ζώων<br />β) «ζωική [[κόλλα]]» — κολλητική [[ουσία]] που εξάγεται από το [[δέρμα]], τους τένοντες ή τα οστά τών ζώων<br />γ) «ζωικό [[λίπος]]» — το [[λίπος]] που λαμβάνεται από τα ζώα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το φυτικό [[λίπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πραγματεύεται [[περί]] ζώων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ ζωϊκῶν» — [[τίτλος]] χαμένου έργου του Αριστοτέλη.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζωϊκός]], -ή, -όν) [[ζωή]]<br />αυτός που ενέχει ζωή, αυτός που ανήκει στον λεγόμενο ενόργανο ή οργανικό κόσμο, [[έμβιος]], [[ζωτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει τις ιδιότητες, τις εκδηλώσεις της ζωής, [[ζωντανός]] (α. «ζωϊκή [[ψυχή]]», Πορφ.<br />β. «ζωϊκὸν [[σῶμα]]», Πορφ.).
}}
}}