ἀριστόνικος: Difference between revisions

(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aristonikos
|Transliteration C=aristonikos
|Beta Code=a)risto/nikos
|Beta Code=a)risto/nikos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gaining glorious victory</b>, κράτος <span class="title">Trag.Adesp.</span> 97.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[gaining glorious victory]], κράτος ''Trag.Adesp.'' 97.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀριστόνῑκος) -ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -νεικ- <i>IG</i> 12(5).521 (Citno I/II d.C.)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-]<br />[[que obtiene la mejor victoria]] κράτος <i>Trag.Adesp</i>.91, τὸν ἀριστόνεικον τὸν ἀρχιαιρέα <i>IG</i> [[l.c.]] (tal vez n. pr.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀριστόνῑκος''': -ον, ὁ διδούς, ὁ παρέχων ἀρίστην νίκην, λαβών ἀριστόνικον ἐν μάχῃ [[κράτος]] Ἀθήν. 457Β, ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὑποκρύπτεται λογοπαίγνιον ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ κύριον [[ὄνομα]] Ἀριστόνικος. ΙΙ. ὁ ἐνδόξως νικῶν, [[στρατάρχης]] [[ἀριστόνικος]], νίκαις πολλαῖς ἐκπρέπων Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 3188.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀριστόνικος]], -ον (AM)<br />αυτός που κερδίζει ένδοξη [[νίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]].
}}
{{pape
|ptext=[νῑ], [[κράτος]], <i>den schönsten Sieg [[verleihend]]</i>, p. bei Ath. X.457b.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

English (LSJ)

[ᾰ], ον, gaining glorious victory, κράτος Trag.Adesp. 97.

Spanish (DGE)

(ἀριστόνῑκος) -ον
• Grafía: graf. -νεικ- IG 12(5).521 (Citno I/II d.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
que obtiene la mejor victoria κράτος Trag.Adesp.91, τὸν ἀριστόνεικον τὸν ἀρχιαιρέα IG l.c. (tal vez n. pr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόνῑκος: -ον, ὁ διδούς, ὁ παρέχων ἀρίστην νίκην, λαβών ἀριστόνικον ἐν μάχῃ κράτος Ἀθήν. 457Β, ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὑποκρύπτεται λογοπαίγνιον ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα Ἀριστόνικος. ΙΙ. ὁ ἐνδόξως νικῶν, στρατάρχης ἀριστόνικος, νίκαις πολλαῖς ἐκπρέπων Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 3188.

Greek Monolingual

ἀριστόνικος, -ον (AM)
αυτός που κερδίζει ένδοξη νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -νικος < νίκη.

German (Pape)

[νῑ], κράτος, den schönsten Sieg verleihend, p. bei Ath. X.457b.