Νειλόρυτος: Difference between revisions

(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Neilorytos
|Transliteration B=Neilorytos
|Transliteration C=Neilorytos
|Transliteration C=Neilorytos
|Beta Code=*neilo/rutos
|Beta Code=*neilo/rutos
|Definition=ον, (ῥέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">watered by the Nile</b>, προβολή <span class="title">AP</span>9.350 (Leon. Alex.).</span>
|Definition=Νειλόρυτον, ([[ῥέω]]) [[watered by the Nile]], προβολή ''AP''9.350 (Leon. Alex.).
}}
{{elru
|elrutext='''Νειλόρῠτος:''' [[орошаемый Нилом]] ([[προβολή]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Νειλόρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.
|lsmtext='''Νειλόρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''Νειλόρῠτος:''' орошаемый Нилом ([[προβολή]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Νειλό-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[watered]] by the [[Nile]], Anth.
|mdlsjtxt=Νειλό-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[watered]] by the [[Nile]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

English (LSJ)

Νειλόρυτον, (ῥέω) watered by the Nile, προβολή AP9.350 (Leon. Alex.).

Russian (Dvoretsky)

Νειλόρῠτος: орошаемый Нилом (προβολή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλόρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350.

Greek Monotonic

Νειλόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

Νειλό-ρῠτος, ον [ῥέω]
watered by the Nile, Anth.