φιλεταίριος: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - " 2/3" to " ⅔")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλεταίριος''': -ον, = [[φιλέταιρος]], Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ε. 15. ΙΙ. ὁ [[φιλεταίριος]] [[[πούς]]], [[μέτρον]] μήκους, = 2/3 τοῦ Βαβυλωνίου πήχεως, Ἀρχ. Μαθ.
|lstext='''φῐλεταίριος''': -ον, = [[φιλέταιρος]], Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ε. 15. ΙΙ. ὁ [[φιλεταίριος]] ([[πούς]]), [[μέτρον]] μήκους, = τοῦ Βαβυλωνίου πήχεως, Ἀρχ. Μαθ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α [[φιλέταιρος]]<br /><b>1.</b> [[φιλέταιρος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[φιλεταίριος]] ή τὸ [[φιλεταίριον]]<br />α) το [[φυτό]] [[πολεμόνιο]]<br />β) το [[φυτό]] ωκιμοειδές<br />γ) το [[φυτό]] απαρίνη<br />δ) [[κληματίδα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλεταίριος]] [[πούς]]» — [[μέτρο]] μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 του βαβυλωνίου πήχεως.<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[φιλεταίριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[φιλεταίριον]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα θηλ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α [[φιλέταιρος]]<br /><b>1.</b> [[φιλέταιρος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[φιλεταίριος]] ή τὸ [[φιλεταίριον]]<br />α) το [[φυτό]] [[πολεμόνιο]]<br />β) το [[φυτό]] ωκιμοειδές<br />γ) το [[φυτό]] απαρίνη<br />δ) [[κληματίδα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φιλεταίριος]] [[πούς]]» — [[μέτρο]] μήκους, ισοδύναμο με τα του βαβυλωνίου πήχεως.<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[φιλεταίριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[φιλεταίριον]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα θηλ.].
}}
}}

Latest revision as of 10:04, 23 November 2021

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεταίριος: -ον, = φιλέταιρος, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ε. 15. ΙΙ. ὁ φιλεταίριος (πούς), μέτρον μήκους, = ⅔ τοῦ Βαβυλωνίου πήχεως, Ἀρχ. Μαθ.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α φιλέταιρος
1. φιλέταιρος
2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον
α) το φυτό πολεμόνιο
β) το φυτό ωκιμοειδές
γ) το φυτό απαρίνη
δ) κληματίδα
3. φρ. «φιλεταίριος πούς» — μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα ⅔ του βαβυλωνίου πήχεως.
(II)
ἡ, Α
φιλεταίριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του φιλεταίριον, κατά τα δευτερόκλιτα θηλ.].