ίππουρος: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἵππουρος]], -ον (ΑΜ) [[ίππουρις]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[ἵππουρος]]<br />[[είδος]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ουρά]] ίππου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἵππουρος]]<br />α) [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br />β) [[είδος]] εντόμου<br />γ) [[είδος]] υδρόβιου φυτού, αλλ. [[ίππουρις]].
|mltxt=[[ἵππουρος]], -ον (ΑΜ) [[ίππουρις]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ό [[ἵππουρος]]<br />[[είδος]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ουρά]] ίππου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἵππουρος]]<br />α) [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br />β) [[είδος]] εντόμου<br />γ) [[είδος]] υδρόβιου φυτού, αλλ. [[ίππουρις]].
}}
}}

Latest revision as of 06:37, 24 October 2024

Greek Monolingual

ἵππουρος, -ον (ΑΜ) ίππουρις
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος
είδος φυτού
αρχ.
1. αυτός που έχει ουρά ίππου
2. το αρσ. ως ουσ.ἵππουρος
α) είδος θαλάσσιου ψαριού
β) είδος εντόμου
γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις.