сверх того приобретать: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσκτάομαι]], [[προσεπικτάομαι]], [[προσκατακτάομαι]], [[προσκερδαίνω]] | |rueltext=[[προσεργάζομαι]], [[προσκτάομαι]], [[προσεπικτάομαι]], [[προσκατακτάομαι]], [[προσκερδαίνω]], [[προσλαμβάνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:29, 15 October 2019
Russian > Greek
προσεργάζομαι, προσκτάομαι, προσεπικτάομαι, προσκατακτάομαι, προσκερδαίνω, προσλαμβάνω