μετακάρπιον: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metakarpion
|Transliteration C=metakarpion
|Beta Code=metaka/rpion
|Beta Code=metaka/rpion
|Definition=τό, (<b class="b3">καρπός</b> B) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bones forming the palm of the hand]], <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>2.4</span>, al., <span class="bibl">Poll.2.143</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.15.3</span>.</span>
|Definition=τό, ([[καρπός]] B) [[bones forming the palm of the hand]], Gal.''UP''2.4, al., Poll.2.143, Heliod. ap. Orib.49.15.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] τό, der Theil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] τό, der Teil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακάρπιον''': τό, (καρπός Β) τὸ [[μετὰ]] τὸν καρπὸν [[μέρος]] τῆς χειρός, «[[μετακάρπιον]] δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» [[Πολυδ]]. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. [[προκάρπιον]].
|lstext='''μετακάρπιον''': τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν [[μέρος]] τῆς χειρός, «[[μετακάρπιον]] δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. [[προκάρπιον]].
}}
}}

Latest revision as of 07:41, 10 April 2024

English (LSJ)

τό, (καρπός B) bones forming the palm of the hand, Gal.UP2.4, al., Poll.2.143, Heliod. ap. Orib.49.15.3.

German (Pape)

[Seite 147] τό, der Teil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετακάρπιον: τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν μέρος τῆς χειρός, «μετακάρπιον δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. προκάρπιον.