λογχαῖος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (pape replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=logchaios
|Transliteration C=logchaios
|Beta Code=logxai=os
|Beta Code=logxai=os
|Definition=α, ον, (<b class="b3">λόγχη</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[with a spear]], Suid.</span>
|Definition=α, ον, ([[λόγχη]] A) [[of]] or [[with a spear]], Suid.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λογχαῖος''': -α, -ον, ([[λόγχη]]) ὁ [[μετὰ]] λόγχης, [[λογχίτης]], Σουΐδ.
|lstext='''λογχαῖος''': -α, -ον, ([[λόγχη]]) ὁ μετὰ λόγχης, [[λογχίτης]], Σουΐδ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=λογχαῑος, -αία, -ον (Α) [[λόγχη]]<br />αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]] ή αυτός που κρατά [[λόγχη]].
|mltxt=λογχαῖος, -αία, -ον (Α) [[λόγχη]]<br />αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]] ή αυτός που κρατά [[λόγχη]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit der [[Lanze]], durch die [[Lanze]]</i>, Suid.
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 24 November 2022

English (LSJ)

α, ον, (λόγχη A) of or with a spear, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λογχαῖος: -α, -ον, (λόγχη) ὁ μετὰ λόγχης, λογχίτης, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λογχαῖος, -αία, -ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή αυτός που κρατά λόγχη.

German (Pape)

mit der Lanze, durch die Lanze, Suid.