κρικόομαι: Difference between revisions

m (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krikoomai
|Transliteration C=krikoomai
|Beta Code=kriko/omai
|Beta Code=kriko/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be secured by a ring]], <b class="b3">κεκρίκωνται τὸ χεῖλος χαλκῷ κρίκῳ</b> [[they have a]] brass [[ring through]] the lip, <span class="bibl">Str.17.2.3</span>; to [[be infibulated]], Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.50.11.1</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be secured by a ring]], <b class="b3">κεκρίκωνται τὸ χεῖλος χαλκῷ κρίκῳ</b> [[they have a]] brass [[ring through]] the lip, Str.17.2.3; to [[be infibulated]], Heliod. ap. Orib.50.11.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῐκόομαι''': Παθ., ἀσφαλίζομαι διὰ κρίκου, διὰ κύκλου, κεκρίκωνται τὸ [[χεῖλος]] χαλκῷ, ἔχουσι χαλκοῦν κρίκον διὰ τοῦ χείλους, «ὁπλίζουσι δὲ τὰς γυναῖκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ [[χεῖλος]] τοῦ στόματος χαλκῷ» Στράβ. 822, πρβλ. Ὀρειβ. 189 Maii.
|lstext='''κρῐκόομαι''': Παθ., ἀσφαλίζομαι διὰ κρίκου, διὰ κύκλου, κεκρίκωνται τὸ [[χεῖλος]] χαλκῷ, ἔχουσι χαλκοῦν κρίκον διὰ τοῦ χείλους, «ὁπλίζουσι δὲ τὰς γυναῖκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ [[χεῖλος]] τοῦ στόματος χαλκῷ» Στράβ. 822, πρβλ. Ὀρειβ. 189 Maii.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

English (LSJ)

Pass., to be secured by a ring, κεκρίκωνται τὸ χεῖλος χαλκῷ κρίκῳ they have a brass ring through the lip, Str.17.2.3; to be infibulated, Heliod. ap. Orib.50.11.1.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐκόομαι: Παθ., ἀσφαλίζομαι διὰ κρίκου, διὰ κύκλου, κεκρίκωνται τὸ χεῖλος χαλκῷ, ἔχουσι χαλκοῦν κρίκον διὰ τοῦ χείλους, «ὁπλίζουσι δὲ τὰς γυναῖκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῖλος τοῦ στόματος χαλκῷ» Στράβ. 822, πρβλ. Ὀρειβ. 189 Maii.