κάταντλος: Difference between revisions
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katantlos | |Transliteration C=katantlos | ||
|Beta Code=ka/tantlos | |Beta Code=ka/tantlos | ||
|Definition= | |Definition=κάταντλον, = [[ὑπέραντλος]], Poll.1.113. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
κάταντλον, = ὑπέραντλος, Poll.1.113.
German (Pape)
[Seite 1366] = ὑπέραντλος, σκάφος Poll. 1, 113.
Greek (Liddell-Scott)
κάταντλος: -ον, = ὑπέραντλος, κ. σκάφος, πλῆρες ὕδατος, Πολυδ. Α΄, 113.
Greek Monolingual
κάταντλος, -ον (Α)
ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον σκάφος», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντλος / ἄντλον «κύτος του πλοίου»].