κερκουρίτης: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerkouritis
|Transliteration C=kerkouritis
|Beta Code=kerkouri/ths
|Beta Code=kerkouri/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sailor belonging to a]] [[κέρκουρος]], <span class="bibl"><span class="title">PSI</span> 6.614.22</span> (iii B.C.).</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[sailor belonging to a]] [[κέρκουρος]], ''PSI'' 6.614.22 (iii B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερκουρίτης]], ὁ (Α) [[κέρκουρος]]<br />[[ναύτης]] που ανήκε σε μικρό, ελαφρό πολεμικό [[πλοίο]] που λεγόταν [[κέρκουρος]].
|mltxt=[[κερκουρίτης]], ὁ (Α) [[κέρκουρος]]<br />[[ναύτης]] που ανήκε σε μικρό, ελαφρό πολεμικό [[πλοίο]] που λεγόταν [[κέρκουρος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, sailor belonging to a κέρκουρος, PSI 6.614.22 (iii B.C.).

Greek Monolingual

κερκουρίτης, ὁ (Α) κέρκουρος
ναύτης που ανήκε σε μικρό, ελαφρό πολεμικό πλοίο που λεγόταν κέρκουρος.