μυροβοστρυχόεις: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrovostrychoeis
|Transliteration C=myrovostrychoeis
|Beta Code=murobostruxo/eis
|Beta Code=murobostruxo/eis
|Definition=εσσα, εν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with perfumed locks]], <span class="bibl">Epic.Alex.Adesp.9 iii 9</span>.</span>
|Definition=μυροβοστρυχόεσσα, μυροβοστρυχόεν, [[with perfumed locks]], Epic.Alex.Adesp.9 iii 9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυροβοστρυχόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει μυρωμένες, αρωματισμένες τις πλεξούδες τών μαλλιών του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυροβόστρυχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=[[μυροβοστρυχόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει μυρωμένες, αρωματισμένες τις πλεξούδες τών μαλλιών του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυροβόστρυχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

English (LSJ)

μυροβοστρυχόεσσα, μυροβοστρυχόεν, with perfumed locks, Epic.Alex.Adesp.9 iii 9.

Greek Monolingual

μυροβοστρυχόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει μυρωμένες, αρωματισμένες τις πλεξούδες τών μαλλιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυροβόστρυχος + κατάλ. -όεις].