πακτός: Difference between revisions

m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πακτός:''' Δωρ. αντί [[πηκτός]].
|lsmtext='''πακτός:''' Δωρ. αντί [[πηκτός]].
}}
{{pape
|ptext=dor. = [[πηκτός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:35, 30 November 2022

English (LSJ)

v. πηκτός.

Greek Monolingual

πακτός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηκτός.

Greek Monotonic

πακτός: Δωρ. αντί πηκτός.

German (Pape)

dor. = πηκτός.

Russian (Dvoretsky)

πακτός: дор. = πηκτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πακτός -ά -όν Dor. voor πηκτός.