τερατολογώ: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τερατολογῶ, -έω, ΝΑ [[τερατολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέω τερατολογίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] σχετικά με παράδοξα θαυμαστά [[φυσικά]] φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά [[σημεία]] («δοκεῖν [[ὅπερ]] λέγουσιν οἱ τερατολογοῦν | |mltxt=τερατολογῶ, -έω, ΝΑ [[τερατολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέω τερατολογίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] σχετικά με παράδοξα θαυμαστά [[φυσικά]] φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά [[σημεία]] («δοκεῖν [[ὅπερ]] λέγουσιν οἱ τερατολογοῦν | ||
τες | τες μυκᾶσθαι τήν γῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>τερατολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />λέγομαι, αναφέρομαι ως [[κάτι]] το θαυμαστό («κατὰ τὴν τερατολογουμένην ἑτεροιωτικήν», Σέξτ. Εμπ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:01, 28 July 2022
Greek Monolingual
τερατολογῶ, -έω, ΝΑ τερατολόγος
νεοελλ.
λέω τερατολογίες
αρχ.
1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῖν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῦν
τες μυκᾶσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.)
2. παθ. τερατολογοῦμαι, -έομαι
λέγομαι, αναφέρομαι ως κάτι το θαυμαστό («κατὰ τὴν τερατολογουμένην ἑτεροιωτικήν», Σέξτ. Εμπ.).