3,276,318
edits
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[μερίς]], - | |mltxt=η (ΑM [[μερίς]], -ίδος, Μ και [[μερίδα]])<br /><b>1.</b> [[μέρος]] από ένα [[σύνολο]], [[τμήμα]]<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] που αναλογεί σε κάποιον, [[μερίδιο]], [[μερτικό]]<br /><b>3.</b> [[ποσότητα]] φαγητού για ένα [[άτομο]] (α. «έφαγα μια [[μερίδα]] [[κρέας]] με μακαρόνια» β. «τὴν [[μερίδα]] τῶν [[κρεῶν]] ᾤχετο λαβών», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πολιτική]] [[ομάδα]], [[κόμμα]] ή [[παράταξη]] (α. «η [[μερίδα]] της Αριστεράς αντέδρασε στα οικονομικά [[μέτρα]]» β. «ἡ Ἀριστοδήμου [[μερίς]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμμετοχή]] σε [[περιουσία]] ή σε [[επιχείρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(λογιστ.)</b> ο [[λογαριασμός]] που αναφέρεται σε ορισμένο [[πρόσωπο]] ή σε ορισμένο [[είδος]] εμπορεύματος και καταγράφεται σε ορισμένη [[σελίδα]] του βιβλίου που λέγεται [[καθολικό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οικογενειακή [[μερίδα]]»<br />i) η οικογενειακή [[κατάσταση]] τών δημοτών, όπως έχει καταγραφεί στα δημοτολόγια, δηλ. στα βιβλία τών δήμων ή τών κοινοτήτων<br />ii) η ακίνητη [[περιουσία]] μιας οικογένειας, όπως έχει καταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου<br />β) «η [[μερίδα]] του λέοντος» — το μεγαλύτερο [[μέρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μοίρα]], [[τύχη]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα αντίδικα μέρη, [[διάδικος]]<br /><b>3.</b> α) «ἔχω [[μερίδα]] ἀνάμεσον» — συγκαταλέγομαι<br />β) «ἡ [[δεξιά]] [[μερίς]]» — το [[σύνολο]] τών δικαίων που θα σωθούν στη Μέλλουσα Κρίση<br />γ) «ἡ [[ἄχραντος]] [[μερίδα]]» ή «ἡ ἁγία [[μερίς]]» — η [[θεία]] [[μετάληψη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] γης<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] ιδιοκτησίας, [[οικόπεδο]]<br /><b>3.</b> [[περιοχή]]<br /><b>4.</b> [[ομάδα]], [[κατηγορία]], [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρανος]], [[εισφορά]] («τὰ [[δημόσια]] δεῖπνα πρὸς [[μερίδα]] γίγνεται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδρομή]], [[συνεισφορά]], [[βοήθεια]]<br /><b>3.</b> [[σημασία]], [[σπουδαιότητα]] («τὰς δὲ τῶν ὑδάτων διαφορὰς τῶν ἐπιγείων<br />καὶ γὰρ ταῦτα οὐ μικρὰν ἔχει [[μερίδα]] πρὸς αὔξησιν καὶ τροφήν» Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[επαρχία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εἰμὶ]] ἐν τῇ μερίδι» ή «[[λογίζομαι]] ἐν τῇ μερίδι τινός» — [[θεωρώ]] ως..., θεωρούμαι ως...<br />β) «ἡ ἐξ Ἀρείου Πάγου [[μερίς]]» — η [[ποσότητα]] από τα κρέατα τών θυσιαζόμενων ζώων που αναλογούσε σε [[κάθε]] [[μέλος]] του Αρείου Πάγου<br />γ) «κακὰ [[μερίς]]» — [[κακός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μερίς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μερ</i>-<i>ίδ</i>-<i>ς</i>, <i>μερίδος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιδ</i>- ([[πρβλ]]. [[λεπίς]], -ίδος <span style="color: red;"><</span> [[λέπος]])]. | ||
}} | }} |