ἐγκλυδαστικός: Difference between revisions

m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egklydastikos
|Transliteration C=egklydastikos
|Beta Code=e)gkludastiko/s
|Beta Code=e)gkludastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gurgling]], [['splashy']], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>62</span>.</span>
|Definition=ἐγκλυδαστική, ἐγκλυδαστικόν, [[gurgling]], '[[splashy]]', Hp.''Acut.''62.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[que produce encharcamiento]] ὕδωρ Hp.<i>Acut</i>.62.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκλῠδαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ πλημμυρῇ [[ἐντός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
|lstext='''ἐγκλῠδαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ πλημμυρῇ [[ἐντός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[que produce encharcamiento]] ὕδωρ Hp.<i>Acut</i>.62.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκλυδαστικός]], -ή, -όν (Α)<br />(για κύστεις) αυτός που παρουσιάζει κλυδασμό.
|mltxt=[[ἐγκλυδαστικός]], -ή, -όν (Α)<br />(για κύστεις) αυτός που παρουσιάζει κλυδασμό.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

English (LSJ)

ἐγκλυδαστική, ἐγκλυδαστικόν, gurgling, 'splashy', Hp.Acut.62.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que produce encharcamiento ὕδωρ Hp.Acut.62.

German (Pape)

[Seite 708] ή, όν, darin, im Innern wogend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκλῠδαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ πλημμυρῇ ἐντός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

Greek Monolingual

ἐγκλυδαστικός, -ή, -όν (Α)
(για κύστεις) αυτός που παρουσιάζει κλυδασμό.