ἀφύσητος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afysitos
|Transliteration C=afysitos
|Beta Code=a)fu/shtos
|Beta Code=a)fu/shtos
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ον,</b> [[not inflated]], ἀσκός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>47</span>,<span class="bibl">77</span>.
|Definition=[ῡ], ον, [[not inflated]], ἀσκός Hp.''Art.''47,77.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no hinchado]], [[ἀσκός]] Hp.<i>Art</i>.47, 77.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφύσητος''': [ῡ], -ον, ὁ μὴ φυσηθείς, μὴ φουσκωθείς, ἀσκὸς Ἱππ. π. Ἄρθ. 814, 837.
|lstext='''ἀφύσητος''': [ῡ], -ον, ὁ μὴ φυσηθείς, μὴ φουσκωθείς, ἀσκὸς Ἱππ. π. Ἄρθ. 814, 837.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no hinchado]], [[ἀσκός]] Hp.<i>Art</i>.47, 77.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφύσητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν<br /><b>2.</b> (για ασκούς) αφούσκωτος.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφύσητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν<br /><b>2.</b> (για ασκούς) αφούσκωτος.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

English (LSJ)

[ῡ], ον, not inflated, ἀσκός Hp.Art.47,77.

Spanish (DGE)

-ον no hinchado, ἀσκός Hp.Art.47, 77.

German (Pape)

[Seite 416] nicht aufgeblasen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφύσητος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ φυσηθείς, μὴ φουσκωθείς, ἀσκὸς Ἱππ. π. Ἄρθ. 814, 837.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφύσητος, -ον)
1. αυτός που δεν φυσήθηκε, που δεν τον φύσηξαν
2. (για ασκούς) αφούσκωτος.