ἦλιψ: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ilips
|Transliteration C=ilips
|Beta Code=h)=liy
|Beta Code=h)=liy
|Definition=ῐπος, ὁ, a [[Dorian]] [[shoe]] (cf. [[ἀνήλιπος]]), Sch.<span class="bibl">Theoc.4.56</span>.
|Definition=ῐπος, ὁ, a [[Dorian]] [[shoe]] (cf. [[ἀνήλιπος]]), Sch.Theoc.4.56.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung (παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon [[ἀνήλιπος]] abgeleitet ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung (παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon [[ἀνήλιπος]] abgeleitet ist.
}}
{{bailly
|btext=ἤλιπος (ὁ) :<br />[[sorte de chaussure dorienne THEOCR]].<br />'''Étymologie:''' ὑπόδημά τι παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἦλιψ''': ῐπος, ὁ, Δωρικὸς [[ὑπόδημα]] (ἴδε [[ἀνήλιπος]]), Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 56.
|lstext='''ἦλιψ''': ῐπος, ὁ, Δωρικὸς [[ὑπόδημα]] (ἴδε [[ἀνήλιπος]]), Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 56.
}}
{{bailly
|btext=ἤλιπος (ὁ) :<br />sorte de chaussure dorienne THEOCR.<br />'''Étymologie:''' ὑπόδημά [[τι]] παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἦλιψ]], ὁ (Α)<br />δωρικό [[υπόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. [[νηλίπους]], [[νήλιπος]]«[[ξυπόλυτος]]»].
|mltxt=[[ἦλιψ]], ὁ (Α)<br />δωρικό [[υπόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. [[νηλίπους]], [[νήλιπος]]«[[ξυπόλυτος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

English (LSJ)

ῐπος, ὁ, a Dorian shoe (cf. ἀνήλιπος), Sch.Theoc.4.56.

German (Pape)

[Seite 1163] ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung (παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon ἀνήλιπος abgeleitet ist.

French (Bailly abrégé)

ἤλιπος (ὁ) :
sorte de chaussure dorienne THEOCR.
Étymologie: ὑπόδημά τι παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἦλιψ: ῐπος, ὁ, Δωρικὸς ὑπόδημα (ἴδε ἀνήλιπος), Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 56.

Greek Monolingual

ἦλιψ, ὁ (Α)
δωρικό υπόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους, νήλιπος«ξυπόλυτος»].