προέμεν: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 épq. de</i> [[προΐημι]].
|btext=<i>inf. ao.2 épq. de</i> [[προΐημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''προέμεν:''' эп. (= προεῖναι) inf. aor. 2 к [[προΐημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προέμεν:''' Επικ. αντί <i>προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
|lsmtext='''προέμεν:''' Επικ. αντί <i>προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.
|elnltext=προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.
}}
{{elru
|elrutext='''προέμεν:''' эп. (= προεῖναι) inf. aor. 2 к [[προΐημι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 25 August 2023

English (LSJ)

Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q.v.).

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de προΐημι.

Russian (Dvoretsky)

προέμεν: эп. (= προεῖναι) inf. aor. 2 к προΐημι.

Greek (Liddell-Scott)

προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.

English (Autenrieth)

see προΐημι.

Greek Monotonic

προέμεν: Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.