ἡμίσεια: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἥμισυς]].
|btext=v. [[ἥμισυς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (''[[sc.]]'' [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίσεια:''' ἡ, [[ἡμίσεον]], τό, βλ. [[ἥμισυς]].
|lsmtext='''ἡμίσεια:''' ἡ, [[ἡμίσεον]], τό, βλ. [[ἥμισυς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (sc. [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμίσεια]], ἡ, [v. sub [[ἥμισυς]].]
|mdlsjtxt=[[ἡμίσεια]], ἡ, [v. sub [[ἥμισυς]].]
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 30 November 2022

English (LSJ)

ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος, v. ἥμισυς.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.

French (Bailly abrégé)

v. ἥμισυς.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.

Greek Monolingual

η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].

Greek Monotonic

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.

Middle Liddell

ἡμίσεια, ἡ, [v. sub ἥμισυς.]