3,253,652
edits
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[σπάνω]], [[σχίζω]]). Ἀρχική ρίζα ϝραγ-. Θέματα: α) ρηγ → ρηγ + [[πρόσφυμα]] νυ + μι → [[ρήγνυμι]], β) ραγ- ([[ἐρράγην]]), γ) μέ μετάπτωση ρωγ-. (Λατιν. [[frango]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ρῆγμα]], ρηγμίν ἤ ρηγμίς (=ἡ [[ἀκτή]], ἡ ἀκροθαλασσιά), ρηκτός, [[ἄρρηκτος]], [[ἀδιάρρηκτος]], ρήκτης, [[διαρρήκτης]], [[ρῆξις]] (=[[σπάσιμο]]), [[διάρρηξις]], ρηξικέλευθος (=αὐτός πού ἀνοίγει δρόμο), [[ραγάς]], ραγή, [[ἀρραγής]] (=[[ἄθραυστος]]), [[ράξ]] – ραγός (=ρώγα σταφυλιοῦ), [[ραγίζω]], [[ράσσω]], ράγδην, ραγδαῖος, [[καταρράκτης]], [[ραχία]], [[ράχις]], ραχιαῖος, ραχίζω (=κόβω στά δύο), ραχίτης, ράχετρον, [[ρώξ]] -ρωγός (=[[σχίσιμο]]), ρωγάς-άδος (=[[ξεσχισμένος]]), ρωγαλέος (=[[ξεσχισμένος]]), ρωγμή, [[ἀπορρώξ]] (=[[ἀπότομος]]), [[ἀρρώξ]] (=[[χωρίς]] ρωγμές), [[ἀμφιρρώξ]] (=γεμάτος ρωγμές), [[διαρρώξ]] (=[[σπασμένος]]), [[περιρρώξ]] (=[[ἀπότομος]] ἀπό παντοῦ), ρωχμός (=[[σχισμάδα]]), [[ἴσως]] τό [[ράκος]] (=[[κουρέλι]]). | |mantxt=(=[[σπάνω]], [[σχίζω]]). Ἀρχική ρίζα ϝραγ-. Θέματα: α) ρηγ → ρηγ + [[πρόσφυμα]] νυ + μι → [[ρήγνυμι]], [[β]]) ραγ- ([[ἐρράγην]]), γ) μέ μετάπτωση ρωγ-. (Λατιν. [[frango]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ρῆγμα]], ρηγμίν ἤ ρηγμίς (=ἡ [[ἀκτή]], ἡ ἀκροθαλασσιά), ρηκτός, [[ἄρρηκτος]], [[ἀδιάρρηκτος]], ρήκτης, [[διαρρήκτης]], [[ρῆξις]] (=[[σπάσιμο]]), [[διάρρηξις]], ρηξικέλευθος (=αὐτός πού ἀνοίγει δρόμο), [[ραγάς]], ραγή, [[ἀρραγής]] (=[[ἄθραυστος]]), [[ράξ]] – ραγός (=ρώγα σταφυλιοῦ), [[ραγίζω]], [[ράσσω]], ράγδην, ραγδαῖος, [[καταρράκτης]], [[ραχία]], [[ράχις]], ραχιαῖος, ραχίζω (=κόβω στά δύο), ραχίτης, ράχετρον, [[ρώξ]] -ρωγός (=[[σχίσιμο]]), ρωγάς-άδος (=[[ξεσχισμένος]]), ρωγαλέος (=[[ξεσχισμένος]]), ρωγμή, [[ἀπορρώξ]] (=[[ἀπότομος]]), [[ἀρρώξ]] (=[[χωρίς]] ρωγμές), [[ἀμφιρρώξ]] (=γεμάτος ρωγμές), [[διαρρώξ]] (=[[σπασμένος]]), [[περιρρώξ]] (=[[ἀπότομος]] ἀπό παντοῦ), ρωχμός (=[[σχισμάδα]]), [[ἴσως]] τό [[ράκος]] (=[[κουρέλι]]). | ||
}} | }} |