συναιχμαλωτίς: Difference between revisions
(b) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συναιχμαλωτίς''': -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[συναιχμάλωτος]], Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναιχμάλωτος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
German (Pape)
[Seite 997] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn.
Greek (Liddell-Scott)
συναιχμαλωτίς: -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ συναιχμάλωτος, Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.