μουσοπρόσωπος: Difference between revisions

(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mousoprosopos
|Transliteration C=mousoprosopos
|Beta Code=mousopro/swpos
|Beta Code=mousopro/swpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">musical-looking</b>, AP9.570 (Phld.).</span>
|Definition=μουσοπρόσωπον, [[musical-looking]], AP9.570 (Phld.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0211.png Seite 211]] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0211.png Seite 211]] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui a les traits d'une Muse]].<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πρόσωπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοπρόσωπος:''' [[с лицом музы]] Anth.
}}
{{ls
|lstext='''μουσοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων μουσικὸν ἐξωτερικόν, Ἀνθ. Π. 9. 570.
}}
{{grml
|mltxt=[[μουσοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει όψη Μούσας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουσοπρόσωπος:''' -ον, αυτός που έχει [[μουσική]] όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μουσο-[[πρόσωπος]], ον<br />[[musical]]-looking, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

English (LSJ)

μουσοπρόσωπον, musical-looking, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 211] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les traits d'une Muse.
Étymologie: μοῦσα, πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

μουσοπρόσωπος: с лицом музы Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μουσοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μουσικὸν ἐξωτερικόν, Ἀνθ. Π. 9. 570.

Greek Monolingual

μουσοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όψη Μούσας.

Greek Monotonic

μουσοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει μουσική όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσο-πρόσωπος, ον
musical-looking, Anth.