ὀπισθοκρηπῖδες: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
(6_4) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπισθοκρηπῖδες''': -αἱ, [[εἶδος]] ὑποδημάτων γυναικείων, | |lstext='''ὀπισθοκρηπῖδες''': -αἱ, [[εἶδος]] ὑποδημάτων γυναικείων, Πολυδ. Ζ΄, 91, Ἡσύχ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 6 October 2022
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοκρηπῖδες: -αἱ, εἶδος ὑποδημάτων γυναικείων, Πολυδ. Ζ΄, 91, Ἡσύχ.