λέπισμα: Difference between revisions

(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lepisma
|Transliteration C=lepisma
|Beta Code=le/pisma
|Beta Code=le/pisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">peel</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>30.37</span>, Dsc.1.23, Gal.19.106.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[peel]], [[LXX]] ''Ge.''30.37, Dsc.1.23, Gal.19.106.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λέπισμα''': τό, τὸ διὰ τῆς ἐκλεπίσεως ἀφαιρούμενον, [[φλοιός]], Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 37), Διοσκ. 1. 22, Γαλην.
|lstext='''λέπισμα''': τό, τὸ διὰ τῆς ἐκλεπίσεως ἀφαιρούμενον, [[φλοιός]], Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 37), Διοσκ. 1. 22, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λέπισμα]], τὸ (Α) [[λεπίζω]] (Ι)], αυτό που αφαιρείται με [[ξεφλούδισμα]], το [[φλούδι]].<br /> <b>(II)</b><br />το<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] θυσάνουρων εντόμων της οικογένειας λεπισμίδες.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό, peel, LXX Ge.30.37, Dsc.1.23, Gal.19.106.

German (Pape)

[Seite 29] τό, das Abgeschälte, Schale, Schuppe, = Vorigem, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λέπισμα: τό, τὸ διὰ τῆς ἐκλεπίσεως ἀφαιρούμενον, φλοιός, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 37), Διοσκ. 1. 22, Γαλην.

Greek Monolingual

(I)
λέπισμα, τὸ (Α) λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι.
(II)
το
ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων της οικογένειας λεπισμίδες.