3,274,216
edits
(6_23) |
(18) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινουργίζω''': καινουργῶ, Μεταγεν. | |lstext='''καινουργίζω''': καινουργῶ, Μεταγεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινουργίζω]] (Μ) [[καινουργός]]<br />[[καινουργώ]], [[ανακαινίζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] καινούργιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του [[καινουργώ]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | |||
}} | }} |