ἐκτέατο: Difference between revisions

(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekteato
|Transliteration C=ekteato
|Beta Code=e)kte/ato
|Beta Code=e)kte/ato
|Definition=Ion. 3pl. plpf. of <b class="b3">κτάομαι</b>.
|Definition=Ion. 3pl. plpf. of [[κτάομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[κτάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτέατο:''' ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτέατο''': Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. τοῦ [[κτάομαι]].
|lstext='''ἐκτέατο''': Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. τοῦ [[κτάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτέατο:''' Ιων. αντί <i>ἔκτηντο</i>, γʹ πληθ. υπερσ. του [[κτάομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

English (LSJ)

Ion. 3pl. plpf. of κτάομαι.

Spanish (DGE)

v. κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτέατο: ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτέατο: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. τοῦ κτάομαι.

Greek Monotonic

ἐκτέατο: Ιων. αντί ἔκτηντο, γʹ πληθ. υπερσ. του κτάομαι.