λογόμιμος: Difference between revisions
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logomimos | |Transliteration C=logomimos | ||
|Beta Code=logo/mimos | |Beta Code=logo/mimos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[writer]] or [[actor of spoken mimes]], Hegesand.13. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λογόμῑμος''': -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C. | |lstext='''λογόμῑμος''': -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λογόμιμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, [[συγγραφέας]] ή [[ηθοποιός]] μίμων που μιλούν. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], <i>mit Worten [[nachahmend]], in der Rede, durch die [[Stimme]] [[nachahmend]], eine Art [[Possenreißer]]</i>, Ath. I.19c. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, writer or actor of spoken mimes, Hegesand.13.
Greek (Liddell-Scott)
λογόμῑμος: -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C.
Greek Monolingual
λογόμιμος, ὁ (Α)
αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, συγγραφέας ή ηθοποιός μίμων που μιλούν.
German (Pape)
[ῑ], mit Worten nachahmend, in der Rede, durch die Stimme nachahmend, eine Art Possenreißer, Ath. I.19c.