μύτης: Difference between revisions

(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mytis
|Transliteration C=mytis
|Beta Code=mu/ths
|Beta Code=mu/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυττός]], Hsch. μυτικίζειν· <b class="b3">κολάζειν</b>, Id.</span>
|Definition=μύτου, ὁ, = [[μυττός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] μυτικίζειν· [[κολάζειν]], Id.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύτης''': -ου, ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ [[μύτις]] 2.
|lstext='''μύτης''': -ου, ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ [[μύτις]] 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[μύτης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μυττός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. που έχει διορθωθεί σε [[μύτις]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

English (LSJ)

μύτου, ὁ, = μυττός, Hsch. μυτικίζειν· κολάζειν, Id.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, = μυττός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μύτης: -ου, ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ μύτις 2.

Greek Monolingual

μύτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυττός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει διορθωθεί σε μύτις].