κατεράω: Difference between revisions

(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katerao
|Transliteration C=katerao
|Beta Code=katera/w
|Beta Code=katera/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pour out, pour off</b>, <span class="bibl">Str.17.1.38</span>, Plu.2.968d; εἰς ἀγγεῖον <span class="bibl">Agatharch.28</span>, Dsc.1.30. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">pour over</b>, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>302</span>; κατὰ τῶν ξηρῶν Gal.13.53.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[pour out]], [[pour off]], Str.17.1.38, Plu.2.968d; εἰς ἀγγεῖον Agatharch.28, Dsc.1.30.<br><span class="bld">II</span> [[pour over]], δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου Demetr.''Eloc.''302; κατὰ τῶν ξηρῶν Gal.13.53.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεράω''': [[καταχέω]], [[ἐκχέω]], [[χύνω]] ἔξω, [[εἶτα]] τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν [[οἶνον]] [[Πολυδ]]. Ζ΄, 162. ΙΙ. μεταφορ., [[ἐπιχύνω]], δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.
|lstext='''κατεράω''': [[καταχέω]], [[ἐκχέω]], [[χύνω]] ἔξω, [[εἶτα]] τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν [[οἶνον]] Πολυδ. Ζ΄, 162. ΙΙ. μεταφορ., [[ἐπιχύνω]], δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

English (LSJ)

A pour out, pour off, Str.17.1.38, Plu.2.968d; εἰς ἀγγεῖον Agatharch.28, Dsc.1.30.
II pour over, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου Demetr.Eloc.302; κατὰ τῶν ξηρῶν Gal.13.53.

German (Pape)

[Seite 1396] herunter-, darübergießen; Strab. XVII, 812; οἶνον Poll. 7, 162; a. Sp., auch übertr., δυσφημίαν κατήρασε τοῦ δικαστηρίου Demetr. 326.

Greek (Liddell-Scott)

κατεράω: καταχέω, ἐκχέω, χύνω ἔξω, εἶτα τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν οἶνον Πολυδ. Ζ΄, 162. ΙΙ. μεταφορ., ἐπιχύνω, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.