νοσοκομέω: Difference between revisions

(6_20)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nosokomeo
|Transliteration C=nosokomeo
|Beta Code=nosokome/w
|Beta Code=nosokome/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tend the sick</b>, <span class="bibl">D.S.14.71</span>, <span class="bibl">D.L. 4.54</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>30.184</span>:—Pass., <b class="b2">to be under medical treatment</b>, <span class="bibl">D.S. 37.27</span>.</span>
|Definition=[[tend the sick]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.71, D.L. 4.54, Iamb.''VP''30.184:—Pass., to [[be under medical treatment]], [[Diodorus Siculus|D.S.]] 37.27.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσοκομέω''': περιποιοῦμαι νοσοῦντα, Διογ. Λ. 4. 54, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 30 (184): - Παθ., νοσηλεύομαι, θεραπεύομαι, διατελῶ ὑπὸ θεραπείαν, Διοδ. Ἐκλογ. 613. 62, Συνέσ. 208Α· - [[ἐντεῦθεν]], νοσοκομία, ἡ, [[περιποίησις]] τῶν νοσούντων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 39, Γρηγόρ. Ναζ.· νοσοκόμησις, ἡ, Νικήτ. Χρον. 364C· [[νοσοκομεῖον]], τό, ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9256, Ἱερώνυμ. 4, σ. 660, Σουΐδ., Πανδέκτ., κλ.
|lstext='''νοσοκομέω''': περιποιοῦμαι νοσοῦντα, Διογ. Λ. 4. 54, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 30 (184): - Παθ., νοσηλεύομαι, θεραπεύομαι, διατελῶ ὑπὸ θεραπείαν, Διοδ. Ἐκλογ. 613. 62, Συνέσ. 208Α· - [[ἐντεῦθεν]], νοσοκομία, ἡ, [[περιποίησις]] τῶν νοσούντων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 39, Γρηγόρ. Ναζ.· νοσοκόμησις, ἡ, Νικήτ. Χρον. 364C· [[νοσοκομεῖον]], τό, ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9256, Ἱερώνυμ. 4, σ. 660, Σουΐδ., Πανδέκτ., κλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσοκομέω:''' [[ухаживать за больными]] Diog. L.
}}
{{pape
|ptext=<i>kranke [[pflegen]]</i>, Sp., wie DL. 4.54.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

English (LSJ)

tend the sick, D.S.14.71, D.L. 4.54, Iamb.VP30.184:—Pass., to be under medical treatment, D.S. 37.27.

Greek (Liddell-Scott)

νοσοκομέω: περιποιοῦμαι νοσοῦντα, Διογ. Λ. 4. 54, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 30 (184): - Παθ., νοσηλεύομαι, θεραπεύομαι, διατελῶ ὑπὸ θεραπείαν, Διοδ. Ἐκλογ. 613. 62, Συνέσ. 208Α· - ἐντεῦθεν, νοσοκομία, ἡ, περιποίησις τῶν νοσούντων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 39, Γρηγόρ. Ναζ.· νοσοκόμησις, ἡ, Νικήτ. Χρον. 364C· νοσοκομεῖον, τό, ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9256, Ἱερώνυμ. 4, σ. 660, Σουΐδ., Πανδέκτ., κλ.

Russian (Dvoretsky)

νοσοκομέω: ухаживать за больными Diog. L.

German (Pape)

kranke pflegen, Sp., wie DL. 4.54.