παραιβασίη: Difference between revisions

(6_20)
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraivasii
|Transliteration C=paraivasii
|Beta Code=paraibasi/h
|Beta Code=paraibasi/h
|Definition=παραί-βᾰσις, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[παραβασία]], [[παράβασις]].</span>
|Definition=[[παραίβασις]], v. [[παραβασία]], [[παράβασις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραιβᾰσίη''': παραίβασις, ἴδε ἐν λ. [[παράβασις]] Ι και ΙΙ.
|lstext='''παραιβᾰσίη''': [[παραίβασις]], ἴδε ἐν λ. [[παράβασις]] Ι και ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[παραβασία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραιβᾰσίη:''' -βᾰσις, = [[παραβασία]], [[παράβασις]].
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 31 March 2023

English (LSJ)

παραίβασις, v. παραβασία, παράβασις.

Greek (Liddell-Scott)

παραιβᾰσίη: παραίβασις, ἴδε ἐν λ. παράβασις Ι και ΙΙ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία.

Greek Monotonic

παραιβᾰσίη: -βᾰσις, = παραβασία, παράβασις.