ἑτερόκωφος: Difference between revisions

(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eterokofos
|Transliteration C=eterokofos
|Beta Code=e(tero/kwfos
|Beta Code=e(tero/kwfos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">deaf on one side</b>, Cyrill. ap. Valck.<b class="b2">Animadv. ad Ammon</b>.<span class="bibl">p.65</span>.</span>
|Definition=ἑτερόκωφον, [[deaf on one side]], Cyrill. ap. Valck.Animadv. ad Ammon.p.65.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόκωφος''': -ον, «ὁ τὴν ἑτέραν τῶν ἀκοῶν βεβλαμμένος», κωφὸς κατὰ ἓν οὖς, Κυρίλλ. Λεξικ.· - ἑτεροκωφέω, εἶμαι κωφὸς κατὰ τὸ ἕτερον οὖς, ἑτεροκωφῶν Ἑβδ. (Σειράχ ΙΘ΄, 27), ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν. 137 διορθοῖ ἐθελοκωφῶν. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 20.
|lstext='''ἑτερόκωφος''': -ον, «ὁ τὴν ἑτέραν τῶν ἀκοῶν βεβλαμμένος», κωφὸς κατὰ ἓν οὖς, Κυρίλλ. Λεξικ.· - ἑτεροκωφέω, εἶμαι κωφὸς κατὰ τὸ ἕτερον οὖς, ἑτεροκωφῶν Ἑβδ. (Σειράχ ΙΘ΄, 27), ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν. 137 διορθοῖ ἐθελοκωφῶν. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόκωφος]], -ον (Α)<br />[[κουφός]] από το ένα [[αφτί]].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

English (LSJ)

ἑτερόκωφον, deaf on one side, Cyrill. ap. Valck.Animadv. ad Ammon.p.65.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόκωφος: -ον, «ὁ τὴν ἑτέραν τῶν ἀκοῶν βεβλαμμένος», κωφὸς κατὰ ἓν οὖς, Κυρίλλ. Λεξικ.· - ἑτεροκωφέω, εἶμαι κωφὸς κατὰ τὸ ἕτερον οὖς, ἑτεροκωφῶν Ἑβδ. (Σειράχ ΙΘ΄, 27), ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν. 137 διορθοῖ ἐθελοκωφῶν. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 20.

Greek Monolingual

ἑτερόκωφος, -ον (Α)
κουφός από το ένα αφτί.