νηπιόθεν: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_6)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπιόθεν''': ἐν νηπιακῆς ἡλικίας, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 4, σ. 258, 9· ἐκ [[νηπιόθεν]] Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 149.
|lstext='''νηπιόθεν''': ἐν νηπιακῆς ἡλικίας, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 4, σ. 258, 9· ἐκ [[νηπιόθεν]] Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 149.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[νηπιόθεν]])<br /><b>επίρρ.</b> από τη νηπιακή [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> [[νεόθεν]], [[παιδόθεν]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόθεν: ἐν νηπιακῆς ἡλικίας, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 4, σ. 258, 9· ἐκ νηπιόθεν Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 149.

Greek Monolingual

νηπιόθεν)
επίρρ. από τη νηπιακή ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. νεόθεν, παιδόθεν)].