σφυρωτός: Difference between revisions

40
(6_10)
(40)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφῡρωτός''': -ή, -όν, ([[σφυρόω]]) ἐσφυρηλατημένος, Γλωσσ.
|lstext='''σφῡρωτός''': -ή, -όν, ([[σφυρόω]]) ἐσφυρηλατημένος, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σφυρῶ]]<br />σφυρηλατημένος, σφυροκοπημένος.
}}
}}