μισοΐδιος: Difference between revisions

(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misoidios
|Transliteration C=misoidios
|Beta Code=misoi/+dios
|Beta Code=misoi/+dios
|Definition=[<b class="b3">ῐδ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hating one's own family</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>161</span>, <span class="bibl">Vett.Val.11.2</span>.</span>
|Definition=[ῐδ], ον [[hating one's own family]], Ptol.''Tetr.''161, Vett.Val.11.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσοΐδιος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους [[ἑαυτοῦ]] συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.
|lstext='''μῑσοΐδιος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους [[ἑαυτοῦ]] συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισοΐδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴδιοι</i> «συγγενείς»].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>die Seinigen [[hassend]]</i>, Procl.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

English (LSJ)

[ῐδ], ον hating one's own family, Ptol.Tetr.161, Vett.Val.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοΐδιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους ἑαυτοῦ συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.

Greek Monolingual

μισοΐδιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἴδιοι «συγγενείς»].

German (Pape)

[ῑ], die Seinigen hassend, Procl.