συνυπόστατος: Difference between revisions

(6_18)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνυπόστᾰτος''': -ον, ὁ συνυπάρχων, [[τρία]] ἐνυπόστατα, [[τρία]] συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.
|lstext='''συνυπόστᾰτος''': -ον, ὁ συνυπάρχων, [[τρία]] ἐνυπόστατα, [[τρία]] συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συνυφίστημι]]<br />αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[substantiell]]</i>, K.S.
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

συνυπόστᾰτος: -ον, ὁ συνυπάρχων, τρία ἐνυπόστατα, τρία συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.

Greek Monolingual

-ον, Α συνυφίστημι
αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.

German (Pape)

mit substantiell, K.S.