ἐξευτελιστής: Difference between revisions

(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekseftelistis
|Transliteration C=ekseftelistis
|Beta Code=e)ceutelisth/s
|Beta Code=e)ceutelisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disparager</b>, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων <span class="bibl">Phld.<span class="title">Vit.</span>p.14J.</span>, cf. <span class="bibl">p.42J.</span></span>
|Definition=ἐξευτελιστοῦ, ὁ, [[disparager]], τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Phld.''Vit.''p.14J., cf. p.42J.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξευτελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.
|lstext='''ἐξευτελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐξευτελιστής]]) [[εξευτελίζω]]<br />αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς.
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

English (LSJ)

ἐξευτελιστοῦ, ὁ, disparager, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Phld.Vit.p.14J., cf. p.42J.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξευτελιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξευτελιστής) εξευτελίζω
αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς.