κακοθέρειος: Difference between revisions

(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakothereios
|Transliteration C=kakothereios
|Beta Code=kakoqe/reios
|Beta Code=kakoqe/reios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a bad summer</b>, Tz.<span class="title">Proll.Hes.</span> p.12.</span>
|Definition=κακοθέρειον, [[with a bad summer]], Tz.''Proll.Hes.'' p.12.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰκοθέρειος''': -ον, ἔχων κακὸν [[θέρος]], Ἄσκρην [[χωρίον]] τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοθέρειος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[κακό]] [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέρειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

English (LSJ)

κακοθέρειον, with a bad summer, Tz.Proll.Hes. p.12.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθέρειος: -ον, ἔχων κακὸν θέρος, Ἄσκρην χωρίον τῶν Βοιωτῶν δυσχείμερόν τε καὶ κακοθέρειον Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσίοδον τόμ. 3, σ. 12, ἔκδ. Gaisf.

Greek Monolingual

κακοθέρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κακό θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θέρειος (< θέρος)].