διαδοτέος: Difference between revisions

(big3_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diadoteos
|Transliteration C=diadoteos
|Beta Code=diadote/os
|Beta Code=diadote/os
|Definition=έα, έον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be published</b>, <span class="bibl">Isoc.12.233</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> διαδοτέον <b class="b2">one must distribute</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 19a</span>.</span>
|Definition=έα, έον,<br><span class="bld">A</span> to [[be published]], Isoc.12.233.<br><span class="bld">II</span> διαδοτέον [[one must distribute]], Pl.''Ti.'' 19a.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον [[que debe ser entregado]] Isoc.12.233.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[qu'il faut publier]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαδίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαδοτέος:''' adj. verb. к [[διαδίδωμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδοτέος''': έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.
|lstext='''διαδοτέος''': έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=α, ον :<br />qu’il faut publier.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαδίδωμι]].
|elnltext=διαδοτέος -α -ον, adj. verb. van διαδίδωμι, die/dat gepubliceerd moet worden, te publiceren; n. onpers. διαδοτέον er moet verdeeld worden.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον [[que debe ser entregado]] Isoc.12.233.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

English (LSJ)

έα, έον,
A to be published, Isoc.12.233.
II διαδοτέον one must distribute, Pl.Ti. 19a.

Spanish (DGE)

-α, -ον que debe ser entregado Isoc.12.233.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'il faut publier.
Étymologie: adj. verb. de διαδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

διαδοτέος: adj. verb. к διαδίδωμι.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοτέος: έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδοτέος -α -ον, adj. verb. van διαδίδωμι, die/dat gepubliceerd moet worden, te publiceren; n. onpers. διαδοτέον er moet verdeeld worden.