ἄλφι: Difference between revisions

192 bytes added ,  30 December 2018
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλφι]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[άλφιτον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος που δήλωνε αρχικά [[είδος]] αλεύρου από [[κριθάρι]] σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[ἄλειαρ]], [[ἄλευρον]]. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ [[επέκταση]] «το καθημερινό [[ψωμί]], τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. <i>ἄλφατα</i>, όπως φαίνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἀλίφατα]] «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται [[συγγενής]] με το αλβαν. <i>el΄p</i>, <i>el΄bi</i> «[[κριθάρι]]» και [[είναι]] πιθ. να ανάγεται στο IE <i>albhi</i> «[[κριθάρι]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[είναι]] πιθ. να συνδέεται με το <i>ἀλφὸς</i> «[[υπόλευκος]]» και το λατ. <i>albus</i> «[[λευκός]]»].
|mltxt=[[ἄλφι]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[άλφιτον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος που δήλωνε αρχικά [[είδος]] αλεύρου από [[κριθάρι]] σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[ἄλειαρ]], [[ἄλευρον]]. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ [[επέκταση]] «το καθημερινό [[ψωμί]], τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. <i>ἄλφατα</i>, όπως φαίνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἀλίφατα]] «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται [[συγγενής]] με το αλβαν. <i>el΄p</i>, <i>el΄bi</i> «[[κριθάρι]]» και [[είναι]] πιθ. να ανάγεται στο IE <i>albhi</i> «[[κριθάρι]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[είναι]] πιθ. να συνδέεται με το <i>ἀλφὸς</i> «[[υπόλευκος]]» και το λατ. <i>albus</i> «[[λευκός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄλφῐ:''' τό, ποιητ. συντομογρ. [[τύπος]] του [[ἄλφιτον]], σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως [[κρῖ]] αντί [[κριθή]].
}}
}}