ἁμαξεύς: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξεύς]] (-έως), ο (Α) [[άμαξα]]<br /><b>1.</b> [[οδηγός]] άμαξας, [[αμαξηλάτης]], [[καραγωγέας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που σύρει [[άμαξα]]<br />«[[βοῦς]] [[ἁμαξεύς]]».
|mltxt=[[ἁμαξεύς]] (-έως), ο (Α) [[άμαξα]]<br /><b>1.</b> [[οδηγός]] άμαξας, [[αμαξηλάτης]], [[καραγωγέας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που σύρει [[άμαξα]]<br />«[[βοῦς]] [[ἁμαξεύς]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁμαξεύς:''' -έως, ὁ ([[ἅμαξα]]), αυτός που σύρει την [[άμαξα]], [[βοῦς]] [[ἁμαξεύς]], [[βόδι]] ζευγμένο για το σύρσιμό της, σε Πλούτ.
}}
}}