3,271,289
edits
(3) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετακίνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετακινείται ή δεν [[είναι]] δυνατό να αλλάξει [[θέση]], να μετακινηθεί, [[αμετατόπιστος]], [[μόνιμος]], [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νωθρός]], [[δυσκίνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀμετακινήτως ἔχω», [[στέκομαι]] [[ακίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετακινῶ</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετακίνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετακινείται ή δεν [[είναι]] δυνατό να αλλάξει [[θέση]], να μετακινηθεί, [[αμετατόπιστος]], [[μόνιμος]], [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νωθρός]], [[δυσκίνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀμετακινήτως ἔχω», [[στέκομαι]] [[ακίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετακινῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμετακίνητος:''' -ον, αυτός που δεν κινείται, [[αμετακίνητος]], επίρρ. <i>-τως</i>, σε Αριστ. | |||
}} | }} |