ἀνολοφύρομαι: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνολοφύρομαι]] (Α)<br />[[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, [[θρηνολογώ]], άνολολύζω.
|mltxt=[[ἀνολοφύρομαι]] (Α)<br />[[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, [[θρηνολογώ]], άνολολύζω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνολοφύρομαι:''' [ῡ], αποθ., [[ξεσπώ]] σε ηχηρό ολοφυρμό, σε θρήνο, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}