ἀνήδυντος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνήδυντος]], -ον (Α) [[ηδύνω]]<br /><b>1.</b> ο μη [[αρτυμένος]], μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, [[άγευστος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσάρεστος]], [[απωθητικός]].
|mltxt=[[ἀνήδυντος]], -ον (Α) [[ηδύνω]]<br /><b>1.</b> ο μη [[αρτυμένος]], μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, [[άγευστος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσάρεστος]], [[απωθητικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνήδυντος:''' -ον, [[άγλυκος]] ή [[ανώριμος]], σε Αριστ.· [[δυσάρεστος]], [[απεχθής]], σε Πλούτ.
}}
}}