ἀναβάδην: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναβάδην]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀναβαίνω]]<br /><b>1.</b> ανεβαίνοντας σε ύψος, [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για θηλυπρεπή [[στάση]]) [[ανακούρκουδα]], [[ανάσκελα]] και με τα πόδια σηκωμένα [[ψηλά]].
|mltxt=[[ἀναβάδην]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀναβαίνω]]<br /><b>1.</b> ανεβαίνοντας σε ύψος, [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για θηλυπρεπή [[στάση]]) [[ανακούρκουδα]], [[ανάσκελα]] και με τα πόδια σηκωμένα [[ψηλά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβάδην:''' [βᾰ], επίρρ. ([[ἀναβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική [[κλίση]], στον Αριστοφ. [[ψηλά]], στα ύψη.
}}
}}