άφοβος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(7) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφοβος]], -ον)<br />αυτός που δεν φοβάται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>άφοβα</i><br />[[χωρίς]] φόβο, με [[θάρρος]]<br />(αρχ.μσν.)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν προκαλεί φόβο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄφοβον</i><br />η [[τόλμη]]<br /><b>μσν.</b><br />όποιος δεν έχει να φοβηθεί [[τίποτε]], ο εξασφαλισμένος. | ||
}} | }} |