βαρυδαίμων: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυδαίμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]] [[μοίρα]], [[βαριόμοιρος]], [[κακότυχος]].
|mltxt=[[βαρυδαίμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]] [[μοίρα]], [[βαριόμοιρος]], [[κακότυχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠδαίμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[βαριόμοιρος]], [[άτυχος]], [[κακότυχος]], σε Ευρ.
}}
}}